Μετά από μια σύντομη στάση στη Κύπρο, το περίφημο καράβι συνέχισε την τελευταία του περιπέτεια μέχρι που, λίγες ημέρες αργότερα, κατέληξε, νικημένο από κύματα και βράχια, στο βυθό της θάλασσας.
Αρχίζοντας «σ’ εμπορεία Φοινικικά»,φόρτωσε σύκα και αιγυπτιακά χρυσαφικά, και μυκηναϊκές χάντρες, και αυγά στρουθοκαμήλου, κι έβγαλε ρότα προς το Αιγαίο. Δεν έφτασε ποτέ. Ακόμα κοιτάζει, ανέκφραστη, η Νεφερτίτη πάνω από το αμπάρι, ανάμεσα σε «σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους», θρηνώντας, ίσως, τους ναυτικούς που χάθηκαν μαζί της έξω από τις ακτές της σημερινής Τουρκίας.
Το τελευταίο τους ταξίδι άρχισε, ίσως, από το Κίτιο, πριν από 3.500 χρόνια. Μια πορεία που είχε συνήθως γυρισμό. Πρώτα με το χαλκό που πήγαινε να για σμίξει με τον κασσίτερο της Μεσοποταμίας για τους βασιλείς που ήθελαν να γίνουν κατακτητές. Αργότερα, με το σιτάρι που τάιζε τη Ρώμη και μετά το Βυζάντιο. Με κάθε λογής ηδονικά μυρωδικά από πόλεις αιγυπτιακές, με σπουδασμένους που πήραν κι έφεραν κάθε λογής αναζητήσεις.
Τα καλοκαιρινά μεσημέρια της Λάρνακας, με τον πιο αξιόπιστο αέρα της περιοχής, ασπρίζει η θάλασσα με τα φαντάσματα των ναυτικών που πέρασαν τους τελευταίους 35 αιώνες. Φαντάσματα στο φως: Πέρσες και Σαρακηνοί, Αλεξανδρινοί, Βενετσιάνοι, Οθωμανοί, Βυζαντινοί, Άγγλοι και Ιταλοί και Έλληνες.
Με τόσους λιμένας πρωτοϊδωμένους τριγύρω, δεν αναπτύξαμε ποτέ μας ναυτική παράδοση. Νησιώτες χωρίς ναύτες, με φιλόξενες ακτές, πρώτα στις σαλίνες κι αργότερα πιο ανατολικά, δεν μάθαμε ποτέ να βγαίνουμε στη θάλασσα.
Δεν αγαπήσαμε τα ανοικτά. Δεν αγαπήσαμε καν την ακρογιαλιά μας. Οι τέχνες μας, η λογοτεχνία, η ποίηση, οι εικαστικές τέχνες, δεν ανέπτυξαν ποτέ ευρεία αγάπη για το νερό, στο βαθμό που βλέπουμε, για παράδειγμα, στο Αιγαίο. Ακόμα και η ανάπτυξή μας, κυρίως στη Λάρνακα, είχε μέχρι πρόσφατα γυρίσει τη πλάτη στις παραλίες, αναζητώντας χώρο και αξία στην ενδοχώρα. Η Λάρνακα, εγκλωβισμένη στα Βόρεια, Ανατολικά και Δυτικά από βαριές αναπτύξεις (αεροδρόμιο, διυλιστήριο, βιομηχανική ζώνη), συνέχισε να μέχρι και τη γενιά που μας προηγήθηκε, να μην κοιτάζει τη θάλασσα σαν χώρο δικής της δράσης.
Μάθαμε, με τους αιώνες, να εγγράφουμε τα καράβια άλλων λαών, να «κάνουμε διαχείριση», να κτίζουμε μαρίνες και καταφύγια. Ακόμα κι όταν η δική μας καταστροφή, ενίοτε φυσική αλλά συνήθως ανθρώπινη-επιδρομές, κατοχές και πόλεμοι ήταν πάντα μέρος της ιστορίας μας- δεν βγήκαμε στα καράβια.